- σφενδόνα
- Λέγεται και σφενδόνη. Όργανο με το οποίο εκσφενδονίζονται πέτρες. Αποτελείται από μακριά λουρίδα, συνήθως δερμάτινη, η οποία φέρει στο μέσο της πλατύ θύλακο, όπου τοποθετείται η πέτρα. Ο σφενδονιστής (αρχ. σφενδονήτης), αφού πρώτα βάλει την πέτρα στο θύλακο, διπλώνει έπειτα τη λουρίδα, την πιάνει από τα δύο της άκρα με το δεξί χέρι, τη φέρνει στο ύψος των ματιών (για να κάμει τη σκόπευση), την περίστρεφα με δύναμη και αφήνει απότομα ελεύθερη τη μια άκρη της. Η πέτρα - βλήμα, με τη φυγόκεντρη δύναμη που έχει αναπτυχθεί κατά την περιστροφή, εκτοξεύεται στο στόχο της. Στην Αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα, έως τον 16o αι., η σ. αποτελούσε όπλο. Γνωστή άλλωστε είναι και η σ. με την οποία νίκησε ο μικρόσωμος Δαβίδ τον Γολιάθ. Ως όπλο χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους Ασσύριους, τους Σημίτες, τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Σώματα σφενδονιτών υπήρχαν στην Ευρώπη και σ’ όλο τον Μεσαίωνα. Σήμερα χρησιμοποιείται μόνο από πρωτόγονους λαούς της Ωκεανίας, της Αφρικής και της Ν. Αμερικής. Με την ίδια ονομασία αναφέρεται και το γνωστό όργανο που χρησιμοποιούν τα παιδιά, και που βασίζεται κυρίως στην εκτοξευτική δύναμη που προσφέρει ένα κομμάτι από λάστιχο. Σ. λέγεται και η τρύπα του δαχτυλιδιού, όπου βάζουν πολύτιμους λίθους, καθώς και το κυρτό τμήμα των κερκίδων του σταδίου. Σ., τέλος (λατιν. funda), είναι ο θολωτός διάδρομος.
Dictionary of Greek. 2013.